φυσώ

φυσώ
φυσάω (αόρ. (ε)φύσηξα и εφύσησα) 1. μετ.
1) дуть (на что-л.); раздувать; надувать (что-л.);

φυσ τη φωτιά — раздувать огонь, костёр;

2) задувать (свечу и т.п.);
3) овевать, обдувать (кого-что-л. чём-л.); навевать (что-л.); ο αέρας φύσηξε δροσιά ветер навевал прохладу; 4) продувать;

φυσώ τη μύτη μου — прочистить нос, высморкаться;

2. αμετ.
1) сопеть; 2) дуть (о ветре); 3) απρόσ.:

φυσα, φυσαει — дует, сквозит; — дует ветер, ветрено;

φυσάει πολύ — дует сильный ветер;

δεν φυσάει καθόλου — совсем нет ветра, полное безветрие


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "φυσώ" в других словарях:

  • φυσώ — φυσῶ, άω, ΝΜΑ, και ιων. τ. φυσῶ, έω, Α [φῡσα] 1. παράγω, προξενώ αέρα 2. (για άνεμο) πνέω 3. (για πρόσ.) κατευθύνω ρεύμα αέρα προς μία κατεύθυνση με το στόμα ή με φυσερό 4. προσπαθώ να ανάψω ή να δυναμώσω τη φωτιά με φύσημα (α. «φύσα λίγο τη… …   Dictionary of Greek

  • φυσώ — φυσάω / φυσώ, φύσηξα βλ. πίν. 66 (και ως απρόσ. φυσάει) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • φυσώ — φύσησα και φύσηξα, φυσήθηκα και φυσήχτηκα, φυσημένος και φυσηγμένος 1. μτβ., εκτοξεύω αέρα σε κάτι με το στόμα ή με τα ρουθούνια ή με φυσερό ή με άλλο μέσο: Φυσώ τη φωτιά. 2. με φύσημα γεμίζω ασκό ή σωλήνα με αέρα: Φυσάει την γκάιντα. 3. με… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Φυσώ — –οῡς, ἡ, Α [φῡσα] (στον Εμπεδοκλή) προσωποίηση τής αύξησης …   Dictionary of Greek

  • φυσῶ — φῡσῶ , φύω bring forth fut ind act 1st sg (doric) φύζω fut ind act 1st sg (doric) φῡσῶ , φυσάω blow pres imperat mp 2nd sg φῡσῶ , φυσάω blow pres subj act 1st sg (attic epic ionic) φῡσῶ , φυσάω blow pres ind act 1st sg (attic epic ionic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φύσω — φύ̱σω , φύω bring forth aor subj act 1st sg φύ̱σω , φύω bring forth fut ind act 1st sg φύ̱σω , φύω bring forth aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) φύζω aor subj act 1st sg φύζω fut ind act 1st sg φύζω aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπνέω — και επικ. τ. καταπνείω (Α) 1. εκπνέω πνοή πάνω σε κάποιον ή κάτι, φυσώ κάποιον από πάνω 2. (για ανέμους) α) φυσώ β) επιπνέω, φυσώ πάνω σε κάποιον 3. εμπνέω («θεὸς καταπνεῑσε», Ευρ.) 4. μτφ. επέρχομαι ξαφνικά, επισκήπτω 5. παθ. α) (για τόπους)… …   Dictionary of Greek

  • επιπνέω — ἐπιπνέω (AM) [πνέω] 1. πνέω, φυσώ πάνω σε κάτι, κυρίως για ευνοϊκό άνεμο («περὶ δὲ πνοιὴ Βορέαο ζώγρει ἐπιπνείουσα», Ομ. Ιλ.) μσν. αναπνέω αρχ. 1. πνέω, φυσώ με ορμή (α. «ἐπέπνει ῥιπαῑς ἐχθίστων ἀνέμων», Σοφ. β. «μαινόμενος δ’ ἐπιπνεῑ λαοδάμας… …   Dictionary of Greek

  • ψεύδομαι — ΝΜΑ, και μτγν. τ. ενεργ. ψεύδω Α 1. παραποιώ την αλήθεια, αναφέρω ανυπόστατα πράγματα, λέω ψέματα (α. «πάντοτε την αλήθειαν ομιλούντες πλην χωρίς μίσος για τους ψευδομένους», Καβάφ. β. «καὶ πίστευσον, οὐ ψεύδομαι, μεγάλως ἀληθεύω», Πρόδρ. γ. «οὐ… …   Dictionary of Greek

  • άημι — ἄημι (Α) Ι ενεργ. 1. (κυρίως για ανέμους) φυσώ, πνέω 2. αναπνέω, εισπνέω παθ. ἄημαι 1. χτυπιέμαι, δέρνομαι ή καταβάλλομαι από τον άνεμο 2. (για ήχους) μεταφέρομαι, διαδίδομαι με τον αέρα 3. αμφιταλαντεύομαι, φέρομαι εδώ κι εκεί από αμφιβολία ή… …   Dictionary of Greek

  • άνεμος — ο (AM ἄνεμος) 1. ρεύμα αέρα που προκαλείται απο φυσικά αίτια, βίαιη μετακίνηση του αέρα προς μια κατεύθυνση 2. μτφ. άσκοπη ασχολία, ματαιοπονία, ματαιότητα μσν. νεοελλ. (κατ’ ευφημισμό) διάβολος, δαίμονας νεοελλ. φρ. «πάει κατ’ ανέμου» ή «πάει τ’ …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»